-
1 κοροϊδία
[короидиа] ου σ. Θ. насмешка, издёвка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοροϊδία
-
2 насмешка
-
3 глумленне
глум||леннес ὁ χλευασμός, ἡ κοροϊδία, ὁ ἐμπαιγμός. -
4 изводить
изводи́||тьнесов разг1. (тратить) ©ξοδεύω, σπαταλώ:\изводить деньги на что́-л. ξοδεύω λεπτά γιά κάτι·2. (мучить, терзать) ἐξαντλώ, τσακίζω / παιδεύω, σταυρώνω, πιλατεύω (раздражать):болезнь меня изводит μέ τσακίζει ἡ ἀρρώστια· \изводить кого́-л. насмешками πιλατεύω κάποιον μέ τήν κοροϊδία· \изводить всех своими капризами παιδεύω ὀλους μέ τά καπρίτσια μου. -
5 издевательскийтельство
издевательский||тельствос ὁ ἐμπαιγμός, ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός. -
6 издевка
издевкаж разг ὁ ἐμπαιγμός, ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός. -
7 мишень
мишеньж прям., перен ὁ στόχος, τό σημάδι:служить \мишенью для насмешек γίνομαι στόχος γιά κοροϊδία. -
8 насмешка
насмеш||каж ἡ κοροϊδία, ὁ ἐμπαιγμός, ἡ χλεύη, ὁ χλευασμός:давать повод к \насмешкакам δίνω ἀφορμήν γιά κοροϊδίες. -
9 посмешище
посмешищес 1, (объект издевательств) ὁ περίγελως, τό κορόιδο:быть \посмешищем εἶμαι ὁ περίγελως·2. (издевательство) ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός, τό κορόϊ-δεμα:выставить себя на \посмешище γίνομαι κα-ταγέλαστος. -
10 насмешка
[νασμιέσκα] ουσ. θ. κοροϊδία -
11 насмешка
[νασμιέσκα] ουσ θ κοροϊδία -
12 глум
-а α. (απλ.) κοροϊδία, εμπαιγμός, πε3ΐγέλασμα» χλευασμός. -
13 жгучий
επ., βρ: жгуч, -а, -е1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•
-ее солнце καυτερός ήλιος.
|| καυτερός, τσουχτερός•-ее перец καυτερή πιπεριά.
|| δυνατός• ανυπόφορος•-ая боль σουβλερός πόνος•
жгучий мороз τσουχτερό κρύο.
2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•
-ая тоска καημός, μαράζι•
-ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•
-ые слезы καυτά δάκρυα•
-ая обида βαριά προσβολή•
-ее впечатление αλγεινή εντύπωση•
жгучий взгляд φλογερή ματιά.
εκφρ.жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•- ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•- ая сатира – δη-τική σάτυρα•жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή. -
14 зубоскальство
-а ουδ.εμπαιγμός, κοροϊδία, χλευασμός. -
15 издевательство
-а ουδ.κοροϊδία, χλευασμός, εμπαιγμός. -
16 насмешка
-и θ.χλεύασμα, κοροϊδία, περίπαιγμα, εμπαιγμός, περιγέλιο. -
17 посмешище
-а ουδ.αντικείμενο γέλεου, πε-ρίγελιου, χλεύης. || κοροϊδία, εμπαιγμός. -
18 посмеяние
-я- ουδ. παλ. κοροϊδία, εμπαιγμός. -
19 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.
См. также в других словарях:
κοροϊδία — η [κοροϊδεύω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός 2. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
κοροϊδία — η 1. εμπαιγμός, χλευασμός. 2. εξαπάτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μορέτο, Αγκουστίν — (Agustin Moreto, Μαδρίτη 1618 – Τολέδο 1669). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στην Αλκαλά ντε Ενάρες· αφού χειροτονήθηκε ιερέας, ανέλαβε υπηρεσία σ’ ένα νοσοκομείο του Τολέδο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Το θεατρικό του έργο (το… … Dictionary of Greek
αγή — ἀγή, η (Α) [ἄγνυμι] 1. σπασμένο κομμάτι, θραύσμα 2. καμπή, λύγισμα 3. απάτη, κοροϊδία 4. φρ. «κύματος ἀγή», το μέρος όπου σπάει το κύμα, ακτή, παραλία … Dictionary of Greek
αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων … Dictionary of Greek
ατιμασιά — η (AM ἀτιμασία) αισχύνη, ντροπή νεοελλ. κατάρα μσν. 1. σαρκασμός, κοροϊδία 2. μεμψιμοιρία, κατηγορία … Dictionary of Greek
γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) … Dictionary of Greek
γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… … Dictionary of Greek
δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εμπαιγμός — ο (AM ἐμπαιγμός) χλευασμός, κοροϊδία νεοελλ. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek